- αμύελος
- -η, -ο (Α ἀμύελος, -ον) [μυελός]αυτός που δεν περιέχει μυελό, μεδούλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμύελον — ἀμύελος without marrow masc/fem acc sg ἀμύελος without marrow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυέλους — ἀμύελος without marrow masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμυέλων — ἀμύελος without marrow masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύελα — ἀμύελος without marrow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύελοι — ἀμύελος without marrow masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμυαλος — η, ο αυτός που δεν έχει μυαλό, φρόνηση, άφρων, απερίσκεπτος, ασύνετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μυαλό ή αρχ. ἀμύαλος < ἀμύελος < ἀ στερ. + μυελὸς «χωρίς μυελόν». ΠΑΡ. νεοελλ. αμυαλιά, αμυαλοσύνη, αμυάλωτος] … Dictionary of Greek
αμύαλος — ἀμύαλος, ον (Α) βλ. αμύελος … Dictionary of Greek
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek